- διαλεχτής
- ο , διαλέχτρα η сортировщи|к, -ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαλεχτής — ο, διαλέχτρα, η [διαλέγω] 1. αυτός που κάνει επιλογή, ο διαλογέας 2. ειδικός στον ευνουχισμό ζώων … Dictionary of Greek
Γλέζος, Πέτρος — (Απείρανθος Νάξου 1902 – 1996). Νομικός και λογοτέχνης. Υπήρξε σύζυγος της συγγραφέως Διαλεχτής Ζευγώλη. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δημόσιος υπάλληλος στα υπουργεία Εθνικής Οικονομίας (1924 26) και… … Dictionary of Greek
εκλεκτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο δύσκολος στην εκλογή του, που δεν ικανοποιείται με οτιδήποτε, ο διαλεχτής: Είναι εκλεκτικός στις σχέσεις του. 2. (για εκλογές), που ψηφίζει διαλέγοντας υποψηφίους και όχι πολιτικό κόμμα, που προέρχεται από τέτοια εκλογή: Οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)